- κεραστίς
- κεράστηςhornedfem nom sgκεραστίςhornedfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεραστίς — κεραστίς, ίδος, ἡ (Α) (θηλ. τού κεραστής*) η Ιώ με τα κέρατα αγελάδας … Dictionary of Greek
κεράστης — (Cerastes cerastesAspis cerastes). Δηλητηριώδες φίδι της οικογένειας των εχιδνιδών, της τάξης των φολιδωτών. Η επιστημονική ονομασία του οφείλεται στην παρουσία μιας κεράτινης προεξοχής επάνω από κάθε μάτι του. Ο κ., μήκους 55 εκ., ζει στις… … Dictionary of Greek
κεραστίδα — κεράστης horned fem acc sg κεραστίς horned fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραστίδος — κεράστης horned fem gen sg κεραστίς horned fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραστίν — κεράστης horned fem acc sg κεραστίς horned fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)